Ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἀγγέλλω (= εἰδοποιῶ), ὀνομάζονται στὴ χριστιανικὴ πίστη Ἄγγελοι, ἀγαθὰ λειτουργικὰ πνεύματα. Οἱ πιστοὶ ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς ἀγάπησαν τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς σέβονται καὶ προσεύχονται νὰ ἔχουν πάντα ἕναν κοντά τους. Μετὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ξεπεράστηκε ὁ κίνδυνος θεοποιήσεως τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ θεολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν τιμὴ καὶ προσκύνησή τους ἀπὸ τοὺς πιστούς. Τότε ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται οἱ ἑορτές, οἱ ἀκολουθίες καὶ ὁ ξεχωριστὸς εἰκονογραφικὸς τύπος τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων, ὁ ὁποῖος ἀποκρυσταλλώθηκε στὴ Βυζαντινὴ ἐποχή.

Σύμφωνα μὲ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἑρμηνεῖες Ἁγίων Πατέρων καὶ μαρτυρίες Ἁγίων, γνωρίζομε γιὰ τοὺς Ἀγγέλους τὰ ἑξῆς: Δημιουργήθηκαν πρὶν τὸν ὑλικὸ κόσμο. Ἀτενίζοντας τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, Τὸν δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα, ἐπίσης ὑπηρετοῦν στὰ ἔργα τῆς θείας προνοίας καὶ βοηθοῦν στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὡς ἄυλα νοερὰ ὄντα δὲν ἔχουν καμιὰ ὑλικὴ ἀνάγκη, π. χ. γιὰ τροφὴ ἢ ἀνάπαυση, δὲν πεθαίνουν, οὔτε ἔχουν φύλο. Πάντως ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ προκόπτουν στὴν ἁγιότητα καὶ στὴν τελειότητα, συμμετέχουν στὸ «κατ΄ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν» , ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Τὸ πλῆθος τους εἶναι ἀπροσμέτρητο, οἱ δὲ γνώσεις καὶ οἱ δυνάμεις τους πολὺ ἀνώτερες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ συγκρινόμενες μὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλάχιστες.

Μὲ τὸ ὄνομα Ἄγγελοι ( =ἀγγελιαφόροι) δηλώνεται ἕνα συγκεκριμένο τάγμα τῶν Ἀσωμάτων Οὐρανίων Δυνάμεων, ἀλλὰ ἀποκαλοῦνται ἔτσι καὶ ὅλα τὰ Οὐράνια τάγματα, τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀριθμοῦνται σὲ ἐννέα. Πλαισιώνουν τὴν Ἁγία Τριάδα, παραστέκοντας σὲ τρεῖς τρίχορες ταξιαρχίες, σὲ ἀπόσταση ἀπὸ Αὐτὴν ἀνάλογη τῆς ἱεραρχικῆς τους θέσης: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι, τὰ ἀνώτερα τάγματα,  Κυριότητες, Δυνάμεις, Ἐξουσίες, ἡ δευτέρα τῇ τάξει ἱεραρχία, Ἀρχές, Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, τὰ ἀμέσως ἀνώτερα τῶν ἀνθρώπων τάγματα.

Ἐκτὸς τῶν Ταγμάτων, γνωστὰ μᾶς εἶναι τὰ ὀνόματα τριῶν Ἀρχαγγέλων, τοῦ Γαβριήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα σημαίνει «ἥρωας τοῦ Θεοῦ», τοῦ Μιχαήλ (= «τίς ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;») καὶ τοῦ Ῥαφαήλ (= «ὁ Κύριος ἰᾶται»). Στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση ἀναφέρεται καὶ ὁ Οὐριήλ.

Ἡ μορφὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία τους ἀποδίδονται σύμφωνα μὲ ὅσα γνωρίζομε ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τους, μὲ τὴν προσθήκη κάποιων συμβολικῶν στοιχείων ποὺ ἔχουν ἰδιαίτερο θεολογικὸ νόημα.

Τὰ Σεραφείμ, κατὰ τὸ ὄραμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, εἰκονίζονται μ΄ ἕξι πτέρυγες (ἑξαπτέρυγα), ἐκ τῶν ὁποίων μὲ τὶς δύο πετοῦν, μὲ τὶς δύο καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους, μὴ ἀντέχοντας ν΄ ἀντικρύζουν κατὰ πρόσωπο τὴ θεϊκὴ δόξα, καὶ μὲ τὶς ἄλλες δύο σκεπάζουν τὰ πόδια τους, σ΄ ἔνδειξη σεβασμοῦ, τὰ Χερουβείμ καὶ οἱ Θρόνοι σὰν πύρινοι τροχοί, ποὺ πάνω τους φέρουν πτερὰ μὲ μάτια (πολυόμματα), σύμφωνα μὲ τὸ ὄραμα τοῦ προφήτη Ἰεζεκιήλ.

Τὰ μέλη τῶν λοιπῶν Οὐρανίων Ταγμάτων εἰκονίζονται συνήθως μὲ τρεῖς τύπους ἐνδυμάτων:

• Πολλὲς φορὲς φοροῦν ποδήρη αὐτοκρατορικὰ ἄμφια, χιτῶνα ἢ μιὰ παραλλαγή του, τὴ δαλματική, καὶ χλαμύδα κυανὴ ἢ πορφυρή, μὲ ταβλίον, ἡ ὁποία συγκρατεῖται στὸν δεξιὸ ὦμο μὲ πόρπη, ἐνῷ ἀπ’ τὸν 9ο αἰ. , σταδιακά, μὲ τὸν νεώτερο τύπο τῶν αὐτοκρατορικῶν ἐνδυμάτων, μὲ χιτῶνα καὶ διάλιθο λῶρο.

• Σὲ μεταγενέστερα ἔργα (11ος αἰ. κ. ἑ.) ἀποδίδονται κάποτε μὲ (ῥωμαϊκὴ) στρατιωτικὴ στολὴ καὶ κρατοῦν ῥομφαία. Κατ’ ἐξοχὴν μ’ αὐτὴν τὴ μορφὴ συναντοῦμε τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ὡς “Ταξιάρχη τῶν ἄνω Δυνάμεων”.

• Πάντως, στὴν πλειοψηφία τῶν ἁγιογραφιῶν καὶ κυρίως μέχρι καὶ τὸν 14ον αἰ., φέρουν ἀρχαιοελληνικὴ αμφίεση: ἐσωτερικῶς χιτῶνα μὲ «σημεῖον» (= ταινία χρώματος πορφυροῦ, χρυσοῦ, κυανοῦ, ἢ καὶ μαῦρου, κάποτε διπλῆ, ποὺ ἀπὸ τὸν ὦμο φθάνει ὡς τὸ κάτω ἄκρο τοῦ ἐνδύματος) καὶ ἐξωτερικῶς ἱμάτιο (τὸ ὁποῖο σὲ παλαιοχριστιανικὲς ἀπεικονίσεις ἐνίοτε ἔχει μονογράμματα, ἀσαφοῦς σημασίας), συνήθως ἀμφότερα λευκὰ ἢ ὑπόλευκα.

Κρατοῦν συχνὰ σκῆπτρο ἢ χρυσὴ ῥάβδο, ἔνδειξη πὼς εἶναι φορεῖς θεϊκῆς ἐξουσίας, σφραγίδα ἢ σφαῖρα μὲ τὸ μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ ἢ λάβαρο μὲ τὴν ἄρχὴ τοῦ τρισαγίου ὕμνου.

συνεχίζεται…