Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη συνιστῶσα σ’ ὅλη αὐτὴν τὴν παρανόηση. Ἐπειδὴ ἡ ὀρθοδοξία ταυτίστηκε μὲ τὸ Βυζάντιο, συνειρμικὰ θεωρήθηκε πὼς ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα εἶναι καὶ ὀρθόδοξη, ἀλλὰ καὶ ὅτι μιὰ εἰκόνα ὄχι βυζαντινῆς τεχνοτροπίας δὲν εἶναι ὀρθόδοξη. Αὐτὸ βέβαια εἶναι λάθος, καθὼς ἄλλο εἶναι τὸ δογματικὸ σκέλος μιᾶς εἰκόνας κι ἄλλο τὸ τεχνικό. Αὐτὴ ἡ θεώρηση ἀπετέλεσε τροχοπέδη στὴν καλλιτεχνικὴ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, διότι προκειμένου νὰ μὴν εἰσαχθοῦν εἰκόνες μὲ κακοδοξίες ἀναπτύχθηκε μία ὄχι ὑγιὴς προσκόλληση σ’ ὁποιαδήποτε τεχνικὴ θυμίζει ἔστω κ’ ἐλάχιστα Βυζάντιο, ἀκόμα κι ἂν τ’ ὀπτικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι παντελῶς ἀκαλαίσθητο.

Ἡ βελτίωση

Αὐτὴ ἡ σύγχυση θεραπεύεται πολὺ εὔκολα. Πρῶτον, μὲ μετριοπάθεια· δὲν τὰ ξέρομε ὅλα, ἑπομένως δὲν βιαζόμαστε νὰ κρίνωμε ἕνα ἔργο. “Μ’ ἀρέσει -δὲ μ’ ἀρέσει”, φυσικὰ διατηροῦμε πάντα τὸ δικαίωμα νὰ τὸ ἐκφράσωμε, ἀλλὰ ὄχι κρίση καλλιτεχνικὴ ἢ θεολογικὴ ὅταν δὲ γνωρίζομε. Δεύτερον, μὲ ξεκαθάρισμα ἐννοιῶν: ἄλλο τὸ βυζαντινό, ἄλλο τὸ ὀρθόδοξο, ἄλλο τὸ …ὑπερρεαλιστικὸ κ.ο.κ. Κἄποτε μπορεῖ νὰ συναντηθοῦν, μὰ ποτὲ δὲν ταυτίζονται πλήρως. Τρίτον, γιὰ κάθε ἐπαγγελματικὰ ἀσχολούμενο μὲ τὴν ἁγιογραφία, μὲ μελέτη· βαθειά, πλατειά, σφαιρική, μὲ διάλογο, ἀντίλογο, κοσκίνισμα, ἐξάσκηση, παρατήρηση, ὅλα αὐτὰ τέλος πάντων τὰ στοιχεῖα ποὺ κάνουν τὴν μαθητεία ἀποδοτικὴ καὶ ποὺ σήμερα στὴν Ἑλλάδα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὄχι μόνο δὲν ἐφαρμόζονται, ἀλλὰ ἀποτελοῦν καὶ ἄγνωστες λέξεις…

Τὸ ὄφελος

Τί ἔχομε νὰ κερδίσωμε; Γνώση ποὺ θὰ μᾶς δώσῃ μεγαλύτερο εὖρος καὶ καλύτερη ποιότητα α) στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους λαούς, β) στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ κάθε τόπο ὅπου φυλάσσονται βυζαντινὰ ἀριστουργήματα, γ) στὴν σύγχρονη καλλιτεχνικὴ δημιουργία, ποὺ θὰ ἐμπλουτιστῇ ἀφάνταστα καὶ στὸ ἐξωεκκλησιαστικὸ καὶ στὸ θρησκευτικό της -κυρίως -σκέλος (στὸ τελευταῖο πάσχει ἀρκετά…). Καιρὸς νὰ φροντίσωμε ὁλόκληρο τὸ δεντράκι μας…