Ἡ Κοίμηση στὴ βυζαντινὴ τέχνη ἀρχίζει νὰ παρίσταται μετὰ τὴν εἰκονομαχία καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν 10ο αἰ..

Τὸ κέντρο τῆς σύνθεσης καταλαμβάνει ἡ νεκρικὴ κλίνη – συνήθως μὲ κόκκινο χρυσοκεντημένο σεντόνι – καὶ πάνω της τὴν Παναγία μὲ σταυρωμένα χέρια. Μπροστὰ ἀπὸ τὴν κλίνη βρίσκεται κηροπήγιο μὲ ἀναμμένη λαμπάδα (σὲ μετέπειτα συνθέσεις συναντᾶμε δύο λαμπάδες) καὶ πίσω της ἀκριβῶς εἰκονίζεται ὁ Χριστός, σὲ μεγαλοπρεπὴ στάση, νὰ κρατᾷ τὴν ὁλόλευκη ψυχὴ τῆς Παναγίας, μὲ μορφὴ σπαργανωμένου βρέφους σύμφωνα καὶ μὲ τὸν ὕμνο: “καὶ Σὺ Ὑιὲ καὶ Θεέ μου παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα” (τὸ λευκὸ συμβολίζει τὴν καθαρότητα, τὴν ἀγνότητα).

Τὰ παρευρισκόμενα πρόσωπα

Ὁ Χριστὸς περιβάλλεται ἀπὸ δόξα (ἐλλειψοειδὲς σχῆμα σὲ χρωματικοὺς τόνους τοῦ κυανοπράσινου), μέσα στὴν ὁποία εἰκονίζονται Ἄγγελοι, στὸ ἴδιο χρῶμα μ’αὐτήν, ποὺ παραστέκουν μ’ εὐλάβεια.

Γύρω ἀπὸ τὴν κλίνη ἔχουν συναχθῆ οἱ Ἀπόστολοι ποὺ ἔφθασαν “ἐκ περάτων” , μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο νὰ θυμιάζῃ στὴν κεφαλή, ἐνῶ στὰ πόδια προσεύχεται ὁ Παῦλος.

Τρεῖς Ἱεράρχες μὲ τὰ ἄμφιά τους παρίστανται, κρατῶντας ἀνοιχτὰ βιβλία: ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγείτης, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καὶ ὁ ἍγιοςἹερόθεος (κατ’ἄλλους ὁ Ἅγιος Τιμόθεος).

Στὸ βάθος γυναῖκες, οἰκεῖες τῆς Παναγίας, ποὺ τὶς συντηροῦσε καὶ προστάτευε, θρηνοῦν.

Στὴ σκηνὴ εἰκονίζονται ἕνδεκα (11) Ἀπόστολοι, ἀπουσιάζει ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος κατὰ θεία οἰκονομία δὲν ἦταν παρὼν τότε. [Ὅταν, φθάνοντας τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν Κοίμηση στὴ Γεθσημανῆ, γιὰ νὰ προσκυνήσῃ καὶ αὐτὸς τὸ σῶμα τῆς Παναγίας, ἄνοιξαν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι τὸν τάφο, τὸν βρῆκαν κενὸ σώματος. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο πιστοποιήθηκε ἡ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου.]

Στὸ ἄνω μέρος τῆς εἰκόνας, ἀνοιχτὲς οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ δυὸ Ἄγγελοι ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχτοῦν τὴν ψυχὴ τῆς Παναγίας.

συνεχίζεται…