Οἱ ἐπιπλέον σκηνές:

Ἀπὸ τὸν 14ο αἰ. ἡ παράσταση γίνεται πιὸ σύνθετη, μὲ τὴν προσθήκη τῶν ἑξῆς ἐπιπλέον ἐπεισοδίων:

Μέσα σὲ νεφέλες ὁμαδικὰ ἢ μεμονωμένα, φθάνουν “ἐκ περάτων” οἱ Ἀπόστολοι. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἐνῶ ἦταν διεσπαρμένοι στὸν κόσμο καὶ κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρπάγησαν ἀπὸ νεφέλες, ποὺ τοὺς μετέφεραν κοντὰ στὴν Παναγία, ἀπὸ τὴν ὁποία πληροφορήθηκαν τὴν ἐπικείμενη Κοίμησή Της.

Κάποιες φορὲς εἰκονίζεται ἡ σκηνὴ ὅπου Ἄγγελος Κυρίου φθάνει καὶ κόβει τὰ χέρια τοῦ ἀσεβῆ Ἰεφωνία, ποὺ θέλησε ν’ ἀνατρέψῃ τὸ σκήνωμα (ἄρα δὲν προσκυνᾶμε τὰ κομμένα χέρια, τὸ ἀναφέρω γιατὶ τὸ ἔχω δεῖ νὰ γίνεται).

Ἐπίσης, ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὶς ἀνοιγμένες πύλες τοῦ οὐρανοῦ, παρίσταται κάποτε ἡ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ παράδοση τῆς Τιμίας Ζώνης της στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ.

Ἔτσι ἀπέδωσε ὁ ἁγιογράφος τὴν σύνθεση τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου. Θὰ βροῦμε μικρὲς παραλλαγὲς ἴσως σὲ διαφορετικὲς χρονικὲς περιόδους καὶ περιοχὲς καταγωγῆς τοῦ καλλιτέχνη, ἀλλὰ τὰ κυριώτερα στοιχεῖα μένουν ἀναλλοίωτα.

Τὸ ὕφος τῆς εἰκόνας:

Παρὰ τὸ ὁτι κύριο θέμα εἶναι ἡ Κοίμηση, ὁ χαρακτῆρας τῆς βυζαντινῆς εἰκόνας δὲν εἶναι πένθιμος, ὁπως φαίνεται κάποτε σὲ παραστάσεις ἄλλων τεχνοτροπιῶν. Κυριαρχεῖ ἡ θριαμβευτικὴ αἴσθηση τῆς μεταστάσεως τῆς Παναγίας“πρὸς τὴν Ζῳήν”. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια αἴσθηση θριάμβου καὶ νίκης κατὰ τοῦ θανάτου διαπνέει ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ ἑορτασμοῦ: ἀπὸ τὴν ὑμνολογία, ἡ ὁποία ἐκφράζει χαρὰ Ἀναστάσιμη μὲ τὰ λόγια τῶν ὕμνων καὶ τὴ μουσική ποὺ χρησιμοποιεῖ πανηγυρικὰ ἀκούσματα, ὡς καὶ τὴν ἴδια τὴν ἐπίσημη ὀνομασία τῆς ἑορτῆς, “Μετάστασις τῆς Θεοτόκου”.