Ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως πρωτοεμφανίζεται κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰ.. Ἀκολουθεῖ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση τοῦ γεγονότος καὶ ὡς σύνθεση εἶναι ἁπλή, ἀλλὰ μὲ πυκνὸ θεολογικὸ περιεχόμενο.

Ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ

Στὸ ἄνω μέρος, κεντρικά, δεσπόζει ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Εὐθυτενῆς, πατᾶ στὴν κορυφὴ βραχώδους ὄρους (στὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία ἔτσι ἀποδίδονται τὰ ὄρη), τὰ ἱμάτιά Του φαίνονται κατάλευκα, μὲ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογεῖ καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ κρατᾶ τυλιγμένο εἰλητάριο.
Τὸ κλειστὸ εἰλητάριο συμβολίζει τὸν θεϊκὸ νόμο, τὴν αὐθεντία τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἱμάτιά Του, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν Εὐαγγελίων, ἔγιναν “λευκὰ ὡς τὸ φῶς”. Ἔτσι καὶ εἰκονίζονται, καθὼς τὸ λευκὸ δηλώνει τὴ λάμψη, τὴ δόξα καὶ τὴν ἁγνότητα. Τὸν Ἰησοῦ περιβάλλει δόξα, ἐλλειψοειδὲς σχῆμα κυανοῦ χρώματος, σκοτεινότερου πρὸς τὸ κέντρο του καὶ ἀνοικτότερου πρὸς τὴν περιφέρεια, σύμβολο τῆς θεϊκῆς Του ἀκτινοβολίας. Ἀπὸ τὸν 14ο αἰ. Καὶ ὕστερα, ὑπάρχουν καὶ δυὸ ἀλλα σχήματα ἐντὸς τῆς δόξης, στὸ ἴδιο μ’αὐτὴ χρῶμα, ποὺ δηλώνουν τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Τὸ χέρι ποὺ εὐλογεῖ

Ἡ χειρονομία τῆς εὐλογίας συμβολίζει τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶναι ἑνωμένοι ὁ ἀντίχειρας μὲ τὸν παράμεσο καὶ τὸν μικρό, ἐνῷ ὁ λιχανὸς (δείκτης) καὶ ὁ μέσος στέκουν ὄρθιοι τεντωμένοι. Σὲ ἄλλον τύπο εὐλογίας τὰ δάκτυλα συμπλέκονται σχηματίζοντας τὰ γράμματα “IC XC” , Ἰησοῦς Χριστός.

συνεχίζεται…