Σὲ μιὰ ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς τοποθεσία τοῦ Ὑμηττοῦ βρίσκεται ἡ μονὴ Ἀστερίου. Ἕνα μικρὸ οἰκοδομικὸ συγκρότημα ποὺ περικλείεται ἀπὸ τεῖχος ξαφνιάζει τὸν ἐπισκέπτη μὲ τὴν διακριτικὴ ἐμφάνισή του, σἂν κρυμμένο μέσα στὸ καταπράσινο τοπίο.

Ἰστορία

Ἡ ἱστορία τῆς μονῆς μακραίωνη, πολυκύμαντη κ’ ἐν πολλοῖς ἀδιευκρίνιστη, ἐξαιτίας ἔλλειψης γραπτῶν πηγῶν. Πιθανὴ θεωρεῖται ἡ ἵδρυσή της τὸν 10ο αἰῶνα, ἐντούτοις ἐρευνητὲς πρότειναν καὶ τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν 11ο ὡς τὸν 13ο αἰ. ἢ ἀκόμα καὶ τὸν 16ο. Γνώρισε ἡμέρες εὐμάρειας ὡς πατριαρχικὴ σταυροπηγιακὴ μονή, ἀλλὰ καὶ καταστροφῆς, μὲ τὴν διάλυσή της τὸ 1833 (μὲ διάταγμα ἐπὶ ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα) καὶ τὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1898. Τὸ 1950 ἀνακαινίζεται ἀπὸ τὴν βασίλισσα Φρειδερίκη καὶ σήμερα πλέον λειτουργεῖ καὶ προστατεύεται, ὡς μετόχιο τῆς μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη, ἀπὸ τὴν ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν καὶ τὴν 1η ἐφορεία βυζαντινῶν ἀρχαιοτήτων.

Ἀρχιτεκτονικὰ στοιχεῖα

Τὸ καθολικὸ εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς Ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Εἶναι ναὸς στὸν τύπο τοῦ ἐγγεγραμμένου τετρακιονίου σταυροειδοῦς μὲ τροῦλλο. Ἀνατολικὰ τὸ τριμερὲς ἰερὸ βῆμα ἀπολήγει σὲ ἡμιεξαγωνικὲς κόγχες μὲ μεγαλύτερη τὴν μεσαία. Δυτικὰ βρίσκεται ὁ ἐπίσης τριμερής, εὐρὺς νάρθηκας. Ὁ τροῦλλος, στὸν τύπο τοῦ «ἀθηναϊκοῦ», εἶναι ὑψηλός, ὀκταγωνικός, μὲ ὀκτὼ μονόλοβα παράθυρα καὶ κιονίσκους ἐντοιχισμένους ἐξωτερικὰ στὶς ἀκμὲς τῶν πλευρῶν, κεραμοπλαστικὸ διάκοσμο, ἔχοντας δομηθῆ μὲ πλινθοπερίκλειστη ἰσόδομη τοιχοποιία. Ὁ λοιπὸς ναὸς ἔχει κτιστῆ μὲ ἀργολοθοδομὴ καὶ ἡ ἐξωτερική του ὄψη εἶναι ἁπλῆ.
Στὸ ἐσωτερικὸ οἱ τέσσερεις κίονες στέφονται ἀπὸ ἰωνικὰ κιονόκρανα μ’ ἐπιθήματα. Λίγες τοιχογραφίες ποὺ σώζονται εἶναι μεταβυζαντινές, τοῦ 16ου αἰῶνα, διακρίνονται μορφὲς ἁγίων εὐγενεῖς σὲ αὐστηρὴ κρητικὴ τεχνοτροπία.
Στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ περιβόλου διασώζονται κτίσματα παλαιότερα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ τράπεζα μὲ λίγες ὡραῖες τοιχογραφίες, καὶ νεώτερα ποὺ προστέθηκαν μὲ προσοχή ὥστε νὰ μὴν ἀλλοιωθῇ τὸ συνολικὸ ἀρχιτεκτονικὸ ὕφος.