Παρανοήσεις στὴ λατρευτικὴ ζῳή
Σπανιώτερα, ἀκοῦμε τὴν “ἀρτοκλασία” [< ἄρτος + (κλάω – κλῶ= τεμαχίζω, θραύω)] ἐσφαλμένως ὡς “ἀρτοπλασία” [ἄρτος + πλάθω], καὶ ἀρκετὰ συχνά, κυρίως ἀπὸ ἡλικιωμένους, τὸ ἀντίδωρο [< ἀντὶ + δῶρο, δηλαδὴ σὲ ὅσους πιστοὺς δὲν μετέλαβαν τὴ Θεία Κοινωνία, προσφέρεται, ἀντὶ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου δώρου, ὁ εὐλογημένος ἄρτος] ὡς “ἀντίδερο” (!!!).
Ἐρευνῶντας τὴ σημασία τῶν λέξεων ἐπικοινωνοῦμε καλύτερα, γιατὶ καταλαβαίνομε τί λέμε καὶ τί ἀκοῦμε. Ἀδικοῦμε τὴ γλῶσσα καὶ τὴ νοημοσύνη μας, ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὶς λέξεις ὄχι γιὰ νὰ ἐκφράσωμε ὅ,τι νιώθουμε καὶ σκεπτόμαστε, ἀλλὰ σὰν μιὰ πρόχειρη καὶ ῥηχὴ σύμβαση “ἀφοῦ καταλαβαίνομε πάνω-κάτω τί ἐννοοῦμε”.
Ἀπόδειξη τῶν παραπάνω εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν, στὴ Θεία Λειτουργία, μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πρὸ τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου, ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ τὶς εὐχὲς γιὰ τοὺς κατηχουμένους καὶ λέει: “οἱ κατηχούμενοι τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε”, πολλοὶ πιστοὶ σκύβουν, “κλίνουν τὰς κεφαλάς” τους. Μὰ ἀγνοεῖ ὁ πιστός, ὅτι εἶναι βαπτισμένος καὶ ὄχι κατηχούμενος; Ἢ ἀγνοεῖ τὴ διαφορὰ μεταξὺ πιστοῦ καὶ κατηχουμένου; Φυσικά, κανένα ἀπ’ τὰ δυὸ δὲν ἰσχύει. Ἁπλῶς, ὑπερισχύει ἡ ἀπροσεξία καὶ ἡ ἄκριτη μίμηση.
Ἡ πίστη καὶ ἡ τέχνη ἀπευθύνονται στὴν καρδιά, ἀλλὰ τροφοδοτοῦν καὶ τὸν νοῦ. Ἡ μελέτη, ἡ ἔρευνα ἀπὸ ἐνδιαφέρον, χωρὶς οἴηση, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ξεκαθαρίζωμε ὅποιο λάθος ἔχει παρεισδύσει καὶ ἀνανεώνει τὴ ζωντανὴ σχέση μας μ’ αὐτές. Τοῦτος εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν κειμένων μας, μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ἕπεται καὶ συνέχεια…
Σχολιάστε