Εἰσαγωγή
Τὰ χρώματα εἶναι βασικὸ μέσον ἔκφρασης στὴν ζωγραφική. Χρῶμα εἶναι ἕνα κυματικὸ φαινόμενο ποὺ ἀντιλαμβάνεται κ’ ἐπεξεργάζεται ὁ ὀφθαλμός μας καὶ ὄχι βασικὴ ἰδιότητα τῶν σωμάτων (δηλαδὴ π.χ. ἕνα σῶμα φαίνεται λευκό, δὲν εἶναι λευκό). Ἐν τούτοις ἔχει σπουδαῖο ῥόλο στὸν τρόπο ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὸν κόσμο γύρῳ μας, ἄρα καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο – καλλιτεχνικὰ ἢ ἐπιστημονικὰ – τὸν ἀνασυνθέτομε.
Στὴν ζῳγραφικὴ ὅταν θέλωμε ν’ ἀναπαραστήσωμε κάτι ὅπως τὸ βλέπομε δὲν τίθεται ζήτημα ἐπιλογῆς τῶν χρωμάτων. Ὅμως πολὺ συχνὰ καὶ ἰδίως στὴν ἁγιογραφία τὰ χρώματα μεταφέρουν μέρος τῶν μηνυμάτων τοῦ ἔργου, φορτίζονται μὲ περιεχόμενο συμβολικό, κάνοντας τὴν εἰκόνα κἄτι περισσότερο ἀπὸ μία στιγμιαία ἀναπαράσταση.
Σχετικὰ μὲ τοὺς συμβολισμοὺς τῶν χρωμάτων δίδονται ἑρμηνεῖες διαφορετικὲς κατὰ τόπους, ἐποχές ἢ προσωπικὲς προτιμήσεις. Ὅπως σχεδὸν γιὰ κάθε συμβολικὴ γλῶσσα, τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἀποκωδικοποίηση εἶναι ἡ παρατήρηση τῆς φύσης. Ὁ κόσμος ποὺ μᾶς περιβάλλει, μὲ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ σώματα, μᾶς προκαλεῖ ἐντυπώσεις ποὺ μὲ τὶς αἰσθήσεις μας ἀντιλαμβανόμαστε. Αὐτὲς οἱ ἐντυπώσεις ἐπεξεργαζόμενες ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλό μας δημιουργοῦν συνειρμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους συνδέομε φαινόμενα ἢ ἀντικείμενα μὲ ἰδιότητές τους, ἐγγενεῖς ἢ φαινομενικές. Ἔτσι, ὅταν συμβολικὰ χρησιμοποιῆται ἕνα χρῶμα ἢ σχῆμα, ἕνας ἀσφαλὴς τρόπος ἀποκωδικοποίησης εἶναι νὰ σκεπτοῦμε ποιό φυσικὸ ἀντικείμενο ἔχει τέτοιο σχῆμα ἢ χρῶμα καὶ ποιά σχέση ἔχομε μ’ ἐκεῖνο, εὐνοϊκὴ ἢ δυσάρεστη. Μ’ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ προχωροῦμε ἀμέσως στὴν ἀνάλυση τῶν χρωμάτων.

“Ουκ ἔστιν ᾦδε”,τοιχογραφία 13ου αί, μονὴ Μιλέσεβα, Σερβία
Λευκό:
τὸ πιὸ φωτεινό. Στὴν φύση τὸ βλέπομε σὲ μεγάλους ὄγκους σὲ ἀντικείμενα μεγάλης λαμπρότητας καὶ σὲ κἄποιες ἀπὸ τὶς καταστάσεις τοῦ νεροῦ (πάγος, χιόνι, ὀμίχλη, νέφη). Λαμπρότητα, αἰθέρια φύση – ἀκραία σταθερότητα (σἂν δύο πόλοι) καὶ καθαρότητα, οἱ ἐντυπώσεις. Δὲν τοποθετήθηκε τυχαῖα, λοιπόν, στὰ ἐνδύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀποστόλων, τῶν ἀγγέλων καὶ ἄλλων ἁγίων, κυρίως σὲ ἀρχαιότερες, πρωτοχριστιανικὲς παραστάσεις. Συμβολίζει τὴν φωτεινότητα (πνευματικὴ ἀλλὰ καὶ αἰσθητή, π.χ. στὴν παράσταση τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὅπου ἀναφέρεται πὼς τὰ ἱμάτιά του «ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς»), τὴν πνευματικὴ καθαρότητα καὶ ἁγνότητα, τὴν αἰθερία φύση τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων καὶ τὸ ἀδιάπτωτο καὶ σταθερὸ τῆς ἀρετῆς. Ἐπίσης τοποθετεῖται στὰ ἀρχαιότερα φωτοστέφανα (ὄχι μόνο του) καὶ στὶς πτέρυγες τῶν ἀγγέλων
συνεχίζεται…
Σχολιάστε