Κίτρινο:
τὸ δεύτερο φωτεινότερο χρῶμα, στὸ ὁποῖο ὁ ὀφθαλμός μας ἔχει τὴν μεγαλύτερη εὐαισθησία. Ὁ ἡλιακὸς δίσκος καὶ ὁ χρυσὸς τὸ ἔχουν «προικίσει» μὲ τοὺς συνειρμοὺς τῆς φωτεινότητας, τῆς λάμψεως, τῆς μεγαλοπρέπειας, τῆς μεγάλης ἀξίας, χρησιμότητας, ἀντοχῆς. Οἱ ἀποχρώσεις τοῦ κίτρινου καὶ τοῦ χρυσοῦ χρησιμοποιοῦνται ἰδανικὰ γιὰ τὴν ἀπόδοση τοῦ βάθους τῆς εἰκόνας (κάμπος, φόντο), βυθίζοντας τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα παραδείσια, ὑπερκόσμια, θριαμβική. Τὸ συναντοῦμε καὶ στα φωτοστέφανα, μόνο ἢ συνδυασμένο μ’ ἄλλα χρωματα, ὡς στοιχεῖο ἐξαιρετικοῦ φωτισμοῦ σὲ ἐνδύματα κι ἄλλα ἀντικείμενα (γνωστὴ ἡ περίφημη «χρυσοκονδυλιά»), στὴν ἀπόδοση τῶν «σημείων» σὲ βαθύχροους χιτῶνες, σὲ κοσμήματα καὶ διακοσμητικά. Μὲ ἀποχρώσεις ἀποκλίνουσες πρὸς τὸ χρυσὸ ἢ τὴν ὤχρα τοποθετεῖται στὰ ἱμάτια, σπανιώτερα σὲ χιτῶνες, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα σὲ παιδικὴ ἡλικία, τῶν ἀγγέλων, ἀποστόλων καὶ λοιπῶν ἁγίων μὲ ἀρχαιοελληνικὴ ἐνδυμασία, κυρίως στὶς παλαιότερες εἰκόνες.

ὁ Ἰησοῦς μὲ χρυσᾶ ἀρχαιοελληνικὰ ἐνδύματα, λεπτομέρεια ψηφιδωτοῦ 6ου αἰ., ναὸς ἁγ. Πουδεντιανῆς, Ῥώμη
Ἐρυθρό:
ὡς χρῶμα τοῦ αἵματος καὶ τῆς φωτιᾶς ἔχει συνδεθῆ μὲ τὴν ἔνταση, τὴν ἐγρήγορση, τὴν ἴδια τὴν ζωή. Ὅμως χάρη στὴν μεγάλη κλίμακα τῶν ἀποχρώσεών του, ἀπὸ τὶς φωτεινότερες καὶ καθαρώτερες μέχρι τὶς πλέον βαθειές, καὶ χάρη στὴν πληθώρα ὑλικῶν ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξάγεται, ἀπὸ τὴν πολυτιμότατη πορφύρα ὣς τὶς πιὸ προσιτὲς γαῖες, χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα στὴν ἀπόδοση τῶν ἐνδυμάτων, ὄχι πάντα μὲ συμβολικὸ τρόπο. Πάντως ἔντονο κόκκινο καὶ πορφυρό, ὡς ἰδιαίτερα ἀκριβὰ γιὰ τὴν παρασκευή τους χρώματα, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν κυρίως ἀξιωματικοὶ καὶ ἄρχοντες, συμβολίζουν την ἡγεμονικὴ μεγαλοπρέπεια, ἐνίοτε καὶ τὴν θεότητα. Γι’ αὐτὸ συναντᾶται στὰ ἐνδύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ὅπως καὶ ἀξιωματούχων ἁγίων. Ὁ μανδύας στρατιωτικῶν ἁγίων συχνὰ εἶναι κόκκινος, παραπέμποντας στὴν ὁρμὴ ἀλλὰ καὶ στὸ μαρτύριό τους, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι ἀπαράβατος κανόνας ἢ συμβολισμός. Σὲ μεταγενέστερες ἐποχὲς τὰ χρωματισμένα ὑφάσματα ἔγιναν κοινότερα, ἀπ’τὴν ἄλλη τὰ ἀκριβότερα χρώματα σὲ περιόδους ὅπως ἡ μεταβυζαντινή, οἰκονομικῆς παρακμῆς, ἐγκαταλείφθηκαν. Ἔτσι, συναντοῦμε συχνότερα ἐνδύματα ἐρυθρά, συχνὰ σὲ σκοτεινότερες ἀποχρώσεις καὶ σπανιώτατα πλέον τὰ πορφυρά.

Ἡ γέννησις τῆς Θεοτόκου, τοιχογραφία 16ου αἰῶνα, μονὴ Σταυρονικήτα
Ἰῶδες:
σ ὅλες τὶς ἀποχρώσεις του, ἀπὸ τὶς πλησιέστερες στὸ ἐρυθρὸ μέχρι τὶς ἀποκλίνουσες πρὸς τὸ κυανό, στὴν φύση εἶναι σπάνιο. Γιὰ λίγο γίνεται ὀρατὸ στὸν οὐρανὸ κατὰ τὸ λυκόφως ἢ τὸ λυκαυγές, συναντᾶται σὲ ἄνθη καὶ σὲ πολύτιμους λίθους. Τὸ συνοδεύουν λοιπὸν οἱ ἔννοιες τῆς πολυτέλειας, τῆς μεγάλης ἀξίας, καὶ στὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο τῆς ἐσωστρεφοῦς πνευματικότητας. Ὄχι συχνὴ ἡ χρήση του στὴν ἁγιογραφία, μ’ αὐτὸ ἀποδίδονται κἄποιες φορὲς τὰ ἐνδύματα τοῦ Ἰησοῦ ἢ τῆς Παναγίας. Στὶς φωτεινότερες ἀποχρώσεις του συνταιριάζεται μὲ τὸ κυανὸ ἢ τὸ ὑποκαθιστᾷ.

Ἰησοῦς εὐλογων, λεπτομέρεια μωσαϊκοῦ 6ου αἰῶνα, ναὸς ἁγ. Ἀπολλιναρίου τοῦ νέου, Ῥαβέννα
Σχολιάστε