Κυανό:

τὸ χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν μεγάλων ὑδάτινων ὄγκων, τὸ βάθος ποὺ προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸ ἐξερευνήσῃ, ἀκόμα κι ὅταν δὲν ἔχει ἐλπίδα νὰ φτάσῃ στὰ ὅριά του. Ἀφ’ ἑνὸς τοῦτος ὁ συνειρμός, ἀφ’ ἑτέρου ἡ ὑψηλὴ τιμὴ παρασκευῆς του μέχρι τὸν 18ο αἰῶνα τουλάχιστον, τὸ κατέστησαν τὸ χρῶμα τῆς βασιλικῆς μεγαλοπρέπειας μαζὶ μὲ τὸ ἐρυθρὸ, ἐπιπλέον δὲ τῆς βαθειᾶς πνευματικότητας. Φυσικὰ στὰ ἐνδύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἱμάτιο καὶ χιτῶνα, ἢ συνδυαζόμενο μὲ τὸ λευκό, τὸ χρυσὸ καὶ ἀρκετὰ μεταγενέστερα τὸ ἐρυθρό, τῆς Θεοτόκου Μαρίας (ὑστερώτεροι οἱ συνδυασμοὶ μὲ τὸ ἐρυθρό), ἀξιωματούχων ἁγίων καὶ λοιπῶν μορφῶν. Ἐπίσης στὰ ἀρχαιότερα φωτοστέφανα, στὴν «δόξα» μὲ βαθμιαία διαφοροποίηση τῶν τόνων ἢ τῶν ἀποχρώσεων, στὴν ἀπόδοση τοῦ βάθους τῆς εἰκόνας κυρίως κατὰ τὴν μακεδονικὴ τεχνοτροπία, στὰ ἄκρα τῶν ἀγγελικῶν πτερύγων καὶ γιὰ τὴν ἀπόδοση τῶν «σημείων» (κλάβους), ὅταν τὸ ἱμάτιο εἶναι ἀνοικτόχρωμο. Χρησιμοποιεῖται βεβαίως καὶ στὴν ἀπόδοση τοῦ ὑγροῦ στοιχείου καὶ τοῦ οὐρανοῦ. Στὴν τελευταία περίπτωση, μάλιστα σὲ ψηφιδωτά, μὲ τρόπο ὄχι πραγματιστικό, ἀλλὰ ὀνειρώδη, ὑποβλητικό, συνδυάζοντας ἔντονη πνευματικότητα καὶ λάμψη. Μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ μᾶς δίνει διακοσμητικὰ ἐκπληκτικῆς ὀμορφιᾶς καὶ φωτεινότητας, κυρίως στὰ ψηφιδωτά, μέχρι περίπου τὸν 13ο αἰῶνα. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου παραμένει στὰ ἐνδύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας (κατὰ μεταβυζαντινὲς ἑρμηνεῖες, ὡς ψυχρὸ χρῶμα συμβολίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση) ἀλλὰ ἡ ἐκτεταμένη χρήση του περιορίζεται λόγῳ τῆς ὑψηλῆς τιμῆς του καὶ τοῦ ἐσωστρεφοῦς ψυχολογικοῦ κλίματος ποὺ στρέφεται στὰ σκοτεινότερα καὶ πιὸ γήϊνα χρώματα.

Ἡ Παναγία ἔνθρονος, ψηφιδωτὸ 9ου-10ου αἰ., ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, Κωνσταντινούπολη

Πράσινο:

τὸ χρῶμα ποὺ δεσπόζει στὸ φυτικὸ βασίλειο μᾶς προκαλεῖ τοὺς εὐχάριστους συνειρμοὺς τῆς ἥρεμης ζωτικότητας, τῆς ἀνανέωσης / ἀναγέννησης, καὶ στὶς βαθύτερες ἀποχρώσεις τῆς διάρκειας στὸν χρόνο ἢ καὶ τῆς μακρᾶς παρέλευσής του. Κατ’ἐξοχὴν στὸ ἱμάτιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τὸ χρησιμοποιοῦμε στὰ ἐνδύματα ἁγίων ποὺ συνδέονται μὲ ἀσκητικὴ ἢ ἐρημικὴ ζωή (ἁγία Παρασκευή, προφήτης Ἠλίας) στὶς λιγώτερο φωτεινὲς διαβαθμίσεις του, μὲ τὶς ἐντονώτερες νὰ τοποθετοῦνται συχνὰ σὲ ὑποκατάσταση τοῦ κυανοῦ στὶς πτέρυγες τῶν ἀγγέλων, στὴν «δόξα», σὲ ἐνδύματα ἀξιωματούχων καὶ σπανιώτερα τοῦ Ἰησοῦ ἢ τῆς Παναγίας. Στὶς παλαιότερες εἰκόνες, μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα φυσιοκρατικὴ ἀντίληψη, χρησιμοποιεῖται μὲ λαμπρὰ ἀποτελέσματα στὴν ἀπόδοση φυτῶν καὶ τοπίων ποὺ ἐκπέμπουν μία αἰσιόδοξη γαλήνη, συμπληρωματικὰ τοῦ κυρίως θέματος. Ἐπίσης στὰ διακοσμητικὰ φυτικῶν ἢ γεωμετρικῶν θεμάτων συνομιλεῖ ἐξαίσια μὲ τὸ χρυσὸ καὶ τὸ κυανό, σὲ συνθέσεις γεμᾶτες κομψότητα καὶ δροσερὴ φαντασία.

Συνεχίζεται…