Στὸ παρὸν κείμενο κάνομε μιὰ σύντομη ἀναφορά στὸ τετράμορφον καὶ στὴν ἑρμηνεία του. Ἀπὸ τὸ πρόθεμα “τετρα-” καὶ τὴ λέξη “μορφή”, ποὺ σημαίνει μία σύνθετη μορφὴ ἀπὸ τέσσερεις ἁπλούστερες, πρόκειται γιὰ μία ἀλληγορικὴ σύνθεση. Βασίζεται στὸ ὅραμα τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ (α΄, 5-10) (καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στὴν Ἀποκάλυψη, δ΄, 6-8 ), στὸ ὁποῖο εἶδε ὅντα μὲ τέσσερα πρόσωπα, ἀνθρώπου, μόσχου, λέοντος καὶ ἀετοῦ, καὶ τεσσερα φτερά, ποὺ πλαισίωναν τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ ὄντα δὲν ἀνήκουν στὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, ἀντίθετα συνδέθηκαν μὲ τοὺς τέσσερεις εὐαγγελιστές. Ὁ ἀποσυμβολισμὸς δόθηκε ἀπὸ πολλοὺς πατέρες τῆς ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες καί, παρ’ ὅλο ποὺ προτάθηκαν διαφορετικὲς ἑρμηνεῖες, αὐτὴ ποὺ ἐπεκράτησε εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

Ἡ ἑρμηνεία

Τὰ ὄντα αὐτῶν τῶν ὀραμάτων ἔχουν κοινὸ τὸ ἡγεμονικὸ χαρακτηριστικό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ βασιλιᾶς τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὁ λέων τῶν ἀγρίων ζῶων, ὁ μόσχος τῶν οἰκοσίτων ζώων καὶ ὁ ἀετὸς τῶν πτηνῶν. Έπίσης, τὰ φτερά, σύμβολο τόσο ἀγαπητὸ στὴν ἁγιογραφία, εἶναι ὀπτικοποίηση τῆς ταχύτητας, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀνάτασης, τοῦ ὕψους ποὺ κατακτᾶται χάρη σ’ αὐτά.

  • Ματθαῖος ξεκινᾷ τὸ εὐαγγέλιό του μὲ τὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ, ἀναπτύσσοντας τὸν ἀνθρώπινο καὶ ἀπολυτρωτικό του χαρακτῆρα, γι’ αὐτὸ συμβολίζεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη μορφή.

  • Μᾶρκος τονίζει τὸν βασιλικό, νικητήριο χαρακτῆρα τοῦ Χριστοῦ, ἑπομένως συμβολίζεται ἀπὸ τὸν λέοντα.

  • Λουκᾶς περιγράφει πολλὲς σκηνὲς -μὲ θεολογικὸ περιεχόμενο, βέβαια- τῆς καθημερινότητας τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ συνδέεται μὲ τὸν μόσχο, ζῶο οἰκόσιτο καὶ ἐξαιρετικὰ χρήσιμο. Κατ’ ἄλλες ἑρμηνεῖες, περιγράφει τὸν ἱερατικὸ χαρακτῆρα τοῦ Χριστοῦ καὶ ξεκινᾷ μὲ γεγονότα τοῦ παλαιοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, ὁπότε ὁ μόσχος τίθεται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ζώου τοῦ προωρισμένου γιὰ θυσία.

  • Ἰωάννης ἀνέπτυξε στὴν εὐαγγελική του διήγηση ὕψος θεολογικῶν νοημάτων, ἄρα ὁ ἀετὸς ποὺ πετᾷ ψηλότερα ἀπὸ κάθε ἄλλο ὂν εἶναι ὁ καταλληλότερος γιὰ τὸν συμβολισμό του.

Μὲ ἀφετηρία, ἑπομένως, στὴν χριστιανικὴ τέχνη, τὰ ὁράματα ποὺ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, τὸ τετράμορφον ἀποτελεῖ τὴν συνένωση τῶν συμβόλων τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν σὲ μία ὀντότητα, ἀναδεικνύοντας τὴν νοηματικὴ ἑνότητα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀπεικονίσεις

Στὴν χριστιανικὴ τέχνη ἐμφανίζεται ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα. Ἀπεικονίζεται μεμονωμένο ἢ άνάμεσα σὲ μορφὲς ἀγγελικῶν δυνάμεων (λόγῳ τῶν φτερῶν), παρ’ ὅλου πού, ὅπως προαναφέρθηκε, δὲν ἀνήκει σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἐννέα οὐράνια τάγματα. Ἐπίσης, οἱ τέσσερεις ὀντότητες ἀπὸ τὶς ὁποῖες συντίθεται, ἐμφανίζονται διαχωρισμένες καὶ πτερωτὲς εἴτε περιστοιχίζοντας τὸν Ἰησοῦ, ἔνθρονο ἢ ἐν προτομῇ, εἴτε στὰ σφαιρικὰ τρίγωνα τρούλλων τῶν ναῶν ἢ στὶς τέσσερεις γωνίες συνθέσεων, ἀντὶ τῶν μορφῶν τῶν εὐαγγελιστῶν.