Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ,
ὅτι ὤφθης ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς;
Ἔκαστον οὖν γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων
τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει.
Οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον , οἱ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα,
οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα,
ἡ γῆ τὸ σπήλαιον,
ἡ ἔρημος τὴν φάτνην,
ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, ἐλέησον ἠμᾶς.


Τὸ ἀνωτέρῳ εἶναι ἰδιόμελον τοῦ Ἐσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων. Ὁ ὑμνογράφος μὲ μεταφορικὸ τρόπο περιγράφει τὴ συμμετοχὴ τῆς κτίσεως στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα, ὁ ἁγιογράφος μετατρέπει τὸ ποίημα σὲ εἰκόνα, προσωποποιῶντας τὰ ἄψυχα (γῆ, ἔρημος ὡς γυναῖκες), σὲ μιὰ σύνθεση, ὅπου ἡ Παναγία ἔνθρονος μὲ τὸν Ἰησοῦ βρέφος που εὐλογεῖ, δέχεται τὰ δῶρα τῆς κτίσεως.

Ἡ ζεύξη ποίησης καὶ εἰκονογραφίας συμβαίνει συχνά. Καὶ οἱ δύο τέχνες στὸν λατρευτικὸ χῶρο ἀντλοῦν θέματα ἀπὸ τὶς ἴδιες πηγές, περιγράφουν τὰ ἴδια γεγονότα καὶ πρόσωπα. Ἡ καλλιτεχνικὴ ἐπεξεργασία ὅμως, προχωρᾷ καὶ πέρα ἀπ’τὴν περιγραφή, ὡς τὴν ἐξήγηση ἢ τὴν ἀλληγορία. Κάθε τέχνη, μὲ τὰ ἐργαλεῖα ποὺ διαθέτει, κάνει ἀντιληπτὲς καὶ τὶς ὑπεραισθητές, νοητὲς πτυχὲς τῆς πραγματικότητας.