Μὲ ἀφορμὴ μιὰ συνήθεια ποὺ ἐπεκράτησε σὲ πολλὲς ἐνορίες, ἐπιχειροῦμε ἀφιέρωμα σὲ μιὰ τέχνη κάπως παραμελημένη, ὡς τόσο σπουδαία, τὴν ἀπαγγελία.

Σὲ ὁρισμένους Ναούς, τὸ “Πάτερ ἡμῶν” καὶ τὸ “Πιστεύω” τὰ λένε ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Τὸ ἄκουσμα σχεδὸν παντοῦ, ἀπογοητευτικό. Ἀναρχία, ἀκαταστασία, ἀταξία, ποὺ ἀγγίζουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ἀσέβεια.

Ἕνας θέλει νὰ φωνάζει δυνατώτερα ἀπ’ τὸν διπλανό του, ἄλλοι ἀπαγγέλλουν λέξεις προηγούμενες ἢ ἑπόμενες ἐκείνων ποὺ τὸ μεγαλύτερο σύνολο λέει, πολλοὶ προφέρουν τὰ λόγια λειψά, “μασημένα”, ἢ λάθος. Εὐγενῆς ἐπιδίωξη ἡ ἑνότητα τοὺ ἐκκλησιάσματος καὶ ἡ προτροπὴ γιὰ συμπροσευχή, ἀλλὰ τὰ πράγματα χρειάζεται νὰ ὑπακοῦν σὲ κανόνες, ὥστε τὸ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἀντάξιο τῶν προσδοκιῶν.

Χρησιμότητα τῆς ἀπαγγελίας

Ἡ απαγγελία ἔχει βασικὴ θέση στὴ λατρεία. Οἱ ἱερεῖς κυρίως, ἀλλὰ καὶ οἱ ψάλτες, ἀπαγγέλουν, ἐμμελῶς ἢ ὄχι, αἰτήσεις, εὐχές, ἀναγνώσματα (προφητεῖες, Ἀπόστολο, Εὐαγγέλιο), ὕμνους κ. ἄ. Ἡ μαθητεία της διαρκεῖ λίγο, σὲ σύγκριση μὲ ἄλλες τέχνες, ὅμως οἱ ἀπαιτήσεις της σὲ γνώσεις φωνητικῆς καὶ ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματικῆς εἶναι πολλές.

Καὶ ἐκτὸς τοῦ θρησκευτικοῦ χώρου, ὅμως, ἐπιστρατεύεται ἡ ἀπαγγελία: ἀπὸ τὶς σχολικὲς ἑορτὲς ὡς τὴν ἐκφώνηση τῶν εἰδήσεων κι ἀπὸ τὴν παρουσίαση ἑνὸς ἐπαγγελματικοῦ θέματος ὡς μιὰ πολιτικὴ ὁμιλία ἢ τὴν περιγραφὴ ἀθλητικοῦ γεγονότος. Ἐπιπλέον, ἡ καλὴ καὶ σωστὴ ἐκφορὰ τῆς γλώσσας μας δείχνει τὸ σεβασμὸ ποὺ ἀποδίδομε στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς γύρῳ μας καὶ στὸν ἴδιο τὸν πολιτισμό μας. Ἀξίζει, ἐπομένως, κάποια στοιχεῖα ἀπαγγελίας ν’ ἀναφερθοῦν συνοπτικά.

Ὀρθὴ ἀνάγνωση, καθαρὴ προφορά

Ὅταν δὲ γνωρίζωμε τὸ κείμενο, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ γνωρίζωμε, δὲν παραθεωροῦμε τὴ σημασία τῆς ἀναγνώσεως ἀπὸ τὸ βιβλίο. Διαβάζομε, ἢ ἀποστηθίζομε, ἀκριβῶς ὅ,τι βλέπομε γραμμένο (τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔντυπα εἶναι γραμμένα ὀρθά, κατὰ κανόνα), προσέχοντας νὰ μὴν ἀλλάζωμε τὶς λέξεις μὲ παρόμοιες.

Παράδειγμα χαριτωμένο, πρὸς ἀποφυγή, ὁ εὐσεβῆς νεωκόρος ποὺ ἔλεγε “περίζωσε”, ἀντὶ “περίσῳζε”, ἢ “τῷ στερεώσαντι τὴν γῆν ὑπὸ τῶν ὑδάτων”, ἀντὶ “…ἐπὶ τῶν ὑδάτων”, παρὰ τ’ ὅτι τὰ διάβαζε ἀπ’ τὸ βιβλίο. Παράδειγμα θλιβερό, παιδιὰ τοῦ σχολείου νὰ ἀπαγγέλλουν στὸ “Πάτερ ἡμῶν” τὶς περισσότερες λέξεις λανθασμένες παρὰ σωστές.

Προφέρομε ὅλα τὰ γράμματα τῶν λέξεων, ὅσο κι ἂν βιαζόμαστε ἢ ἔχωμε κουραστῆ. “Κυρλέησον – κυρλέησον – κυρλέησον”, “ἍςΘεὸς Ἅςσχυρὸς …” ποὺ ἀκούγονται μερικὲς φορές, ἀντὶ καθαρὰ “Κύριε, ἐλέησον”, “Ἅγιος ὁ Θεὸς κ.τ.λ.”, φανερώνουν ἀδιαφορία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὴ γλώσσα. Ὅπου συναντήσομε -ια- ἢ -ιο-, προφέρομε ξεχωριστὰ τὰ δυὸ γράμματα. Π.χ. οἱ λέξεις “ἁγιασθήτω”, “ἥλιος”, θὰ ἐκφωνηθοῦν “α-γι-α-σθη-τω”, “η-λι-ος”, ὄχι “α-για-σθη-τω”, “η-λιος”. Σὲ φράσεις μὲ πολλὰ ἐπάλληλα φωνήεντα (π.χ. “…ὅτι αἱ ἀνομίαι μου…”), ἀπαγγέλλομε λίγο πιὸ ἀργά, ἂν χρειαστῇ, ἢ μὲ μιὰ ἀνεπαίσθητη ἀνάσα ὅπου εἶναι ἐφικτό (μετὰ τὸ “ὅτι”, στὸ παράδειγμα), γιὰ ν’ ἀκουστοῦν ὅλα τὰ γράμματα. Τὴν ἴδια προσοχὴ ἔχομε καὶ ὅπου ὑπάρχουν συνεχόμενα σύμφωνα.

Σημεῖα στίξεως καὶ τόνοι, σημασία καὶ ἐκφορά τους

Μιὰ μεγάλη τραγῳδὸς ἔλεγε στοὺς μαθητές της: “τὸ γραπτὸ κείμενο εἶναι προφορικὸς λόγος “κατεψυγμένος”. Ἡ ἀπαγγελία ἑνὸς γραπτοῦ κειμένου εἶναι ἡ “ἀπόψυξη”. Γιὰ νὰ γίνῃ σωστὰ καὶ νὰ μὴ χαλάσῃ, μᾶς βοηθοῦν τὰ σημεῖα στίξεως καὶ τονισμοῦ.”

Σχετικὰ μ’ αὐτὰ ἐπικρατεῖ ἡ βαθύτερη ἄγνοια (καὶ ἄγνοια τῆς ἀγνοίας), ἄρα χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Ἐπιπλέον, ἐδῶ ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος ἔκανε ἀνεπανόρθωτη, ἴσως, ζημία, ἀφοῦ χάθηκε τὸ στήριγμα, ἡ ἀσφάλεια ποὺ προσέφεραν οἱ διάφοροι τόνοι.

Τὰ σημεῖα στίξεως συνήθως ἐκτελοῦνται σωστά, ἴσως μὲ κάποια ὑπερβολὴ στὴ χρήση τῶν κομμάτων. Τὸ συχνότερο καὶ πιὸ ἐνοχλητικὸ λάθος εἶναι ὁ κατακερματισμὸς τῆς φράσεως μὲ πολλὲς ἀνάσες καὶ διακοπὲς μεταξὺ τῶν λέξεων.

Οἱ λέξεις, κανονικά, διαδέχονται ἡ μιὰ τὴν ἄλλη συνεχῶς, μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἕνα σημεῖο στίξεως θὰ ἐπιβάλλῃ μικρὴ ἢ μεγαλύτερη παύση. Ἡ αἴσθηση ποὺ ἐνεργοποιεῖται στὸν ἀκροατὴ πρέπει νὰ μοιάζει μὲ ῥυάκι ποὺ ῥέει ἀνεμπόδιστο, ὄχι μὲ βατραχάκι ποὺ χοροπηδᾷ καὶ σταματᾷ ἐναλλάξ.

Ἡ ἠχητικὴ μονοτονία ἐξαλείφεται καὶ ἡ ἔκφραση βελτιώνεται, μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ τονικοῦ ὕψους: πιὸ βαθειὰ ἡ φωνὴ στὴν ἔναρξη τῆς φράσεως, ἀκόμα περισσότερο ὅταν πλησιάζωμε σὲ τελεία, πιὸ ψηλὲς συχνότητες γιὰ λέξεις πρὶν ἀπὸ θαυμαστικό, ἐρωτηματικό.

Ἀναλύοντας τὴ σημασία τῶν τόνων: ὅταν μιὰ λέξη τονίζεται, προφέρομε ἐντονώτερα τὸ τονιζόμενο φωνήεν της. Σὲ λέξη ἄτονη δὲν τονίζομε κανένα γράμμα. Λογικὴ καὶ αὐτονόητη παρατήρηση.

Μὰ ὄχι ἀχρείαστη, ὅπως δείχνουν τὰ λάθη ποὺ γίνονται. Στὸ Σύμβολο τὴς Πίστεως, στὶς φράσεις “…γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, …δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο”, συνήθως τὸ πρῶτο “οὐ”, ἄτονο, λέγεται δυνατὰ καὶ μὲ ἔμφαση, ἐνῷ τὸ δεύτερο, τονιζόμενο καὶ μάλιστα μὲ περισπωμένη, σχεδὸν δὲν ἀκούγεται. Πλήρης ἡ διαστρέβλωση. Στὴν Κυριακὴ Προσευχή, ὁ “ἔντοις” οὐρανοῖς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ λάθη (τὸ “ἐν” εἶναι ἄτονο) ποὺ ἀκούγονται. Ἐξαίρεση κάνομε στὰ ἄρθρα (τῆς, τοῖς, τῶν τοῦ κ.τ.λ.) πού, ἂν καὶ περισπῶνται, στὴ συνήθη προφορά μας δὲν τὰ τονίζομε.

Βαρεῖα, ἡ παραγνωρισμένη

Τὴ μεγαλύτερη λεπτότητα καὶ δυσκολία παρουσιάζει ἡ βαρεῖα. Σὲ κείμενα γραμμένα μὲ πολυτονικὸ ἔχει καταργηθῆ ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ‘50 καὶ ἀντικατασταθῆ, χονδροειδῶς, ἀπὸ τὴν ὀξεῖα. Οἱ συλλαβὲς ποὺ τὴ δέχονται τονίζονται ἀνάλαφρα, ὄχι μὲ τὴν ἔνταση τῆς ὀξείας ἢ τῆς περισπωμένης, δηλ. ἀκούγονται σχεδὸν ἄτονες. Ἔτσι, ὁ “εὐσεβῆς” στόμφος μὲ τὸν ὁποῖο ἀποδίδουν κάποιοι, τὶς λέξεις ποὺ δέχονται βαρεῖα, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λανθασμένη ἀπόδοσή τους.

Παραδείγματα πάμπολλα: “ΣΈ ΄ ὑμνοῦμεν, ΣΕ ΄ εὐλογοῦμεν,…”, “…ὁ ΔΕ ΄ βασιλεῦς…”, “…ἐν ΜΕ΄Ν τῷ παρόντι βίῳ…”, “ΣΟΙ΄ παρακατατιθέμεθα…”, “ΜΗ΄ ἀποστρέψῃς…”, “Ἄξιόν ἘΣΤΙ΄Ν…” “…ΘΕΟ΄Ν Λόγον…”, “ΕΥΛΟΓΗΤΟ΄Σ εἶ”. Οἱ λέξεις ποὺ σημειώθηκαν μὲ κεφαλαῖα καὶ ὀξεῖες στὰ παραδείγματα, κανονικὰ προφέρονται ἁπαλά, σχεδὸν ἄτονα, σἄν νὰ εἶναι συλλαβὲς τῆς ἑπομένης λέξεως ποὺ ὀξύνεται ἢ περισπᾶται. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ μελῳδία, δηλ. εἶναι τελείως ἀδόκιμο -σὲ μέλη σύντομα- νὰ τονίζωνται, μὲ μουσικὰ μέσα, συλλαβὲς ποὺ δέχονται βαρεῖα. Τὸ λάθος αὐτὸ γίνεται κυρίως ἀπὸ μουσικοσυνθέτες τοῦ 20οῦ αἰ. καὶ μάλιστα τῶν τελευταίων ἐτῶν, ποὺ ἀγνοοῦν τοὺς γραμματικοὺς κανόνες τῆς ἀρχαίας.

Φωνητικὴ καὶ εὐηχία

Ἂς ἐξετάσωμε τὴ φωνητικὴ συνιστῶσα πιὸ προσεκτικά. Σχεδὸν ἀδύνατη ἡ καλὴ ἄρθρωση ὅταν κάποιος μιλᾷ μὲ στόμα μισόκλειστο καὶ σφιγμένες τὶς γνάθους, ἢ φτάνει στὸ ἄλλο ἄκρο κι ἀνοίγει διάπλατα τὸ στόμα (ὅπως κάνουν μερικὰ μέλη ἐρασιτεχνικῶν χορῳδιῶν). Ὁ κακὸς καὶ ἀφύσικος τρόπος ζωῆς ἐνοχοποιεῖται γιὰ τὴν ἀτροφία πολλῶν μυῶν καὶ τὴν ὑπερένταση νευρικῶν κλάδων.

Θαυμάσια ἄσκηση, προθερμαντικὴ γιὰ κάθε χρήση τῆς φωνῆς, εἶναι τὰ βαθιὰ χασμήματα. Συνδυάζουν τὴν καλύτερη ὀξυγόνωση τοῦ σώματος μὲ τὴ διάταση καὶ τόνωση ὅλων τῶν μυῶν ποὺ συμμετέχουν στὴν παραγωγὴ τῆς φωνῆς καὶ στὴν ἐνίσχυσή της ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σῶμα μας.

Επίσης, χαλαρώνουν τὴν πίεση, τὸ “σφίξιμο”, ἀπὸ τὴ βάση τοῦ λαιμοῦ μέχρι τὸν ῥινοφάρυγγα. Ἔτσι, ἡ φωνὴ ἐκφέρεται πιὸ ἀβίαστα καὶ φυσικά.

Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι εὐχάριστο γιὰ τὸν ἀκροατή, τὰ νοήματα γίνονται περισσότερο εὔληπτα. Ὄφελος ἔχει καὶ ὁ ἀπαγγέλλων, ἀφοῦ ἐπιτυγχάνει τὸν σκοπό του μὲ μεγαλύτερη σωματικὴ ἄνεση.