Συνοπτικὴ εἰσαγωγὴ στὴν τέχνη καὶ στοιχεῖα της, ἀπὸ συνέντευξη τοῦ καλλιτέχνη ξυλογλύπτη Βασιλείου Νάνου.

Ῥυθμοὶ νεοελληνικῆς ξυλογλυπτικῆς

Ἡ Ξυλογλυπτικὴ διακρίνεται σέ:

α΄) λαϊκὴ ἢ ποιμενική, μὲ ἔργα της κυρίως ἀντικείμενα καθημερινῆς χρήσης, π.χ. ῥόκες, γκλίτσες, κουτάλια, κασέλλες, κούνιες καὶ ἄλλα μικρὰ ἢ μεγαλύτερα ἔπιπλα, τὰ ὁποῖα στόλιζε ἡ ζωντανὴ φιλοκαλία τῶν τεχνιτῶν,

β΄) ἐκκλησιαστική, ποὺ ἀναπτύχθηκε κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ὀμορφαίνει λειτουργικὰ ἀντικείμενα καὶ ἔπιπλα λατρευτικῆς χρήσης (εἰκονοστάσια, προσκυνητάρια, Σταυρούς, Ἁγ. Τράπεζες, ἄμβωνες, στασίδια κ. ἄ.),

γ΄) ἀστική, μὲ ἔπιπλα καὶ κομψοτεχνήματα γιὰ κατοικίες εὐπόρων οἰκογενειῶν, καὶ

δ) ναυτική, μὲ κυριότερα ἔργα της τὰ ἀκρόπρῳρα, ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν ξύλινο διάκοσμο τοῦ πλοίου.

Βέβαια στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει περισσότερη ἐξοικείωση μὲ τὸ ὕφος ἕνὸς στασιδιοῦ ἢ μιᾶς σαρμανίτσας, παρὰ μὲ τῶν ἐπίπλων τύπου Λουδοβίκου 15ου.

Εἴδη ξυλείας καὶ ἐπεξεργασία

Ἡ κορωνίδα τῶν πρώτων ὑλῶν γιὰ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς ξυλογλυπτική, εἶναι ἡ καρυδιά. Δίνει ξῦλο σταθερό, ἀνθεκτικό, μὲ ὄμορφα νερά.

Τὸ φλαμοῦρι δίνει τὸ πιὸ μαλακὸ καὶ εὐκατέργαστο ξύλο. Πάντως ὅλα τὰ ξῦλα σκαλίζονται. Γιὰ προστασία τῶν ἔργων, πρὸ τῆς κατεργασίας ὁ τεχνίτης ἀλείφει τὰ ξῦλα μὲ πετρέλαιο, ποὺ εἶναι ἀπολυμαντικὸ καὶ μαλακτικό. Ἕνα ἑξάμηνο μετά, ἀπλώνει παραφινέλαιο. Ὅταν πλέον παραδοθῇ τὸ ἔργο, ἡ ἀπομάκρυνση τῆς σκόνης καὶ τὸ περιστασιακὸ κέρωμα ἀρκοῦν γιὰ τὴν καλὴ διατήρησή του.

Ἐργαλεῖα

Στὸ τεχνικὸ σκέλος, τὸ “ὀπλοστάσιο” τῶν ξυλογλυπτῶν ἀριθμεῖ πάνω ἀπὸ 180 ἐργαλεῖα, μὲ συχνότερης χρήσης περὶ τὰ 80.

Παλαιότερα τὰ ἔφτιαχναν οἱ ἴδιοι, σὲ συνεργασία μὲ σιδερᾶδες.

Περιλαμβάνονται σκαρπέλα μὲ ὅλες τὶς κλίσεις (κλίση εἶναι ἡ “κοιλίτσα” τους) καὶ τὶς γωνίες, ἀκόνι καὶ πέτρα λαδιοῦ γιὰ τὸ τρόχισμα.

Ἡ σύνδεση τῶν μερῶν γίνεται μὲ κόλλα ἢ καὶ μόρσο-ἐγκοπὴ γιὰ τὰ ἔπιπλα ἢ μεγάλες παραγγελίες.

Σχολές

Σχολὲς ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν. Τοῦ Γεωργίου Σταύρου, στὰ Ἰωάννινα, ἦταν ὀρφανοτροφεῖο καὶ τεχνικὴ σχολή, ἡ καλύτερη γιὰ τὴν ξυλογλυπτική. Δίδασκε ἐκεῖ ὁ Γεώργιος Σταυρόπουλος, ἀλλὰ τὸν ἔδιωξαν τὸ 1960, ἐπειδὴ δὲν ἦταν καθηγητῆς τῆς Ἀνωτάτης Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν. Μετὰ ἡ σχολὴ παρήκμασε, ὥσπου ἔκλεισε. Ὅπως ἔκλεισαν καὶ οἱ σχολὲς τῆς Καλαμπάκας καὶ τοῦ Βαλτεσινίκου.

Σήμερα ἡ κατάσταση στὴ διδασκαλία εἶναι ἀσαφῆς καὶ εἰς βάρος τῆς ποιότητας καὶ τῆς συνέχισης τῆς τέχνης. Γιὰ παράδειγμα, οἱ ξυλογλύπτες δὲν γίνονται δεκτοὶ στὸ καλλιτεχνικὸ Ἐπιμελητήριο.

Σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἂν τὸ σχέδιο δὲν ἦταν ὑπογεγραμμένο ἀπὸ καθηγητὴ τῆς ΑΣΚΤ, δὲν ἐνεκρίνετο. Σὲ ΙΕΚ ὑπῆρχε ἡ ὑποδομή, ἀλλὰ βάσει τοῦ προγράμματος σπουδῶν ἡ διδασκαλία θὰ γινόταν μία διδακτικὴ ὥρα τὴν ἡμέρα, κάθε ἡμέρα, χρονικὸ διάστημα ἐλάχιστο. Ἂν ὁ δάσκαλος εἶναι ἐμπειροτέχνης, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ὑπογράψῃ πτυχίο. Σὲ ἄλλη σχολή, ὁπου ὁ ὑπάρχων δάσκαλος θὰ ἔβγαινε στὴ σύνταξη, προτιμήθηκε ἐπιπλοποιὸς ὡς ἀντικαταστάτης.

Τέχνη μὲ ἀπαιτήσεις

Ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν σφαιρικὰ τὴν ξυλογλυπτική, εἶναι πολὺ λίγοι, λιγότεροι τῶν εἴκοσι σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Γιατί, ἀπ’ ὅσους δουλεύουν σ’ ἕνα ἐργαστήριο, ἕνας κατασκευάζει τὸ μοντέλο, δὲ γνωρίζουν ὅλοι.

Ἀλλὰ καὶ στοὺς κατέχοντες τὴν τέχνη δὲ δίνονται δουλειές, εἶναι τυποποιημένες καὶ γίνονται μὲ παντογράφο.

Πάντως, παρὰ τὶς δυσκολίες ὁ τεχνίτης δὲν “ ξεμένει” , ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ 1960 ἐργάζεται καὶ καταφέρνει πάντα νὰ μὴ μένῃ χωρὶς μεροκάματο.

Ἐπίπονη ἐργασία, θέλει δύναμη καὶ ἀντοχή. Γιὰ νὰ βγῇ ποιότητα, ἀρχίζει ὁ ξυλογλύπτης πρωὶ καὶ τελειώνει τὸ βράδυ.

Πρέπει νὰ τὸ δῇ τὸ ἔργο στὸ μυαλό του, μόνο τότε ξέρει τί θὰ φτιάξῃ, ἀλλιῶς δὲ θ’ ἀρέσῃ οὔτε στὸν ἴδιο. Παλιὰ γνώριζε καὶ ὀ πελάτης, τώρα ὄχι. Σήμερα ἐπικρατεῖ ὁ τρόπος σκέψης: “κάνε τό μου καλό, πληρώνω”. Ἀλλὰ δὲ γίνονται ἔτσι οἱ δουλειές. Ὁ τεχνίτης δὲν εἶναι ἔμπορος. Ἐκτὸς τῶν χρημάτων, ἀπαιτεῖται χρόνος καὶ ἔμπνευση.