Δύο Φεβρουαρίου, ἡ Χριστιανωσύνη τιμᾷ τὴν Ὑπαπαντὴ (ὑπάντηση, δηλ. συνάντηση, ὑποδοχή) τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν δίκαιο Συμεών, στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸ Βρέφος, ὡς πρωτότοκο ἀρσενικό, κατὰ τὸν Νόμο, σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴ γέννησή Του, Τὸ πῆγαν στὸν Ναὸ γιὰ νὰ Τὸ ἀφιερώσουν στὸν Θεό.

Καλλιτεχνικὰ ἰσοῤῥοπημένη σύνθεση, μὲ ἁρμονία καὶ ἐσωτερικὸ ῥυθμό, σἂν ἡ κίνηση τοῦ ἑνὸς προσώπου νὰ συμπληρώνη τὴν κίνηση τοῦ ἄλλου. Παραλλαγὲς ἀπὸ εἰκόνα σὲ εἰκόνα, ἀνάλογα μὲ τὸν ἁγιογράφο καὶ τὴν ἐποχή, ὑπάρχουν στὰ δευτερεύοντα στοιχεῖα, π.χ. διάταξη καὶ προσανατολισμὸς τῶν ἁγίων μορφῶν, ἀπεικόνιση ἢ ὅχι κτιρίων στὸ βάθος, πάντως τὰ πρόσωπα καὶ τὸ Ἱερὸ τοῦ Ναοῦ παραμένουν σταθερά. Ἡ ἴδια ἁγιογραφία ἐντάσσεται καὶ στὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο τοῦ Ἀκαθίστου Ὑμνου, ὁπότε καὶ ἐπιγράφεται  “Μἐλλοντος Συμεῶνος (τοῦ παρόντος αἰῶνος)”, ἀπὸ τὴν ἐναρκτήρια φράση τοῦ 12ου οἴκου.

Τὰ πρόσωπα

Ὁ πρεσβύτης Συμεών, εὐσεβὴς καὶ ἴσως ἱερέας, ὁ ὁποῖος κατὰ θεία φώτιση γνώριζε ὅτι δὲν θὰ κλείσῃ τὰ μάτια του ἄν πρῶτα δὲν δῇ «τὸ σωτήριον του Κυρίου», τὸν Χριστὸ σαρκωμένο, κρατᾷ τὸ Βρέφος μὲ τὰ χέρια σκεπασμένα, ἀπὸ πολὺ σεβασμό, μὲ τμῆμα τοῦ ἱματίου ποὺ φορᾷ ἐξωτερικά, ἐνῷ ἐσωτερικὰ εἶναι ἐνδεδυμένος μὲ χιτῶνα ποὺ φέρει καὶ «σημεῖον».
Χριστὸς στρέφει πρὸς τὴν Μητέρα Του ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ Τὸν κρατήσῃ στὴν ἀγκαλιά Της.
Πίσω Της, ἡ προφῆτις Ἄννα -ὄχι ἡ γιαγιὰ Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Παναγίας-, δείχνοντας μὲ τὸ δάχτυλό της ποὺ εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο σέ σχέση μὲ τὸ χέρι (ἔτσι τό φτιάχνομε ὅταν θέλωμε κάτι περισσότερο νὰ τονίσωμε, δὲν εἶναι παράβλεψη τοῦ καλλιτέχνη) λέει ὅ,τι γράφει τὸ εἰλητάριο ποὺ κρατᾷ: «Τοῦτο τὸ Βρέφος οὐρανὸν καὶ γῆν ἐστερέωσε». Φορᾷ χιτῶνα, ἐξωτερικὰ μαφόριο, καὶ στὴν κεφαλή της, μέσα ἀπὸ τὸ κάλυμμα, διακρίνεται ὁ κεκρύφαλος.
Τελευταῖος στέκεται ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ, κρατώντας στὰ χέρια του ζεῦγος νεοσσῶν, τὴν ἐπιβεβλημένη προσφορὰ γιὰ τὴν τελετή. Τὰ ἐνδύματά του εἶναι ἀρχαιοελληνικά, χιτῶνας μὲ σημεῖον, καὶ ἱμάτιο, ὅπως τοῦ Συμεών.

Ἡ τοποθεσία

Πίσω ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς σκηνῆς διακρίνονται στὸ βάθος κτίρια κ΄ ἕνα τμῆμα τοῦ τείχους τῶν Ἱεροσολύμων.
Πλησιέστερα, εἰκονίζεται τὸ ἱερὸ τοῦ Ναοῦ, ὄχι μὲ πιστὴ ἀναπαράσταση τῆς μορφῆς ποὺ εἶχε, ἀλλὰ σὰν ἱερὸ Χριστιανικοῦ ναοῦ. Φαίνονται δυὸ χαμηλὰ βημόθυρα καὶ τμῆμα ἐπίσης χαμηλοῦ τέμπλου, καὶ μέσα ἀπ` αὐτὰ Ἁγία Τράπεζα, μὲ κόκκινη ἐνδυτὴ καὶ βιβλίο κλειστὸ πάνω της, ἡ ὁποία καλύπτεται ἀπὸ θολωτὸ κιβώριο στηριγμένο σὲ τέσσερεις λεπτοὺς κίονες.

Ἡ εὐχὴ τοῦ Θεοδόχου Συμεών

Τώρα θὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας, θὰ γράψω τὴν εὐχὴ τοῦ Συμεών, ποὺ τὴν ἀκοῦμε κυρίως σὲ κάθε Εσπερινὸ πρὸ τοῦ Τρισαγίου, καὶ παρακαλῶ νὰ προσεχθῇ ἡ ὀρθογραφία. Τὸ νὰ γράφωμε τὰ πάντα ἀνορθόγραφα καὶ ἀδιάφορα πρὸς τὴ γλῶσσα μας οὔτε μᾶς τιμᾷ οὔτε μᾶς βοηθᾷ σὲ κάτι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἀλλάζουν καὶ ἔννοιες μὲ τὴν ἀνορθογραφία.

1ον : «Νῦν ἀπολύΟΙΣ (εἶναι εὐκτικὴ καὶ ὄχι ὁριστική, σὲ ἀπόδοση ἐννοεῖ ὁ Θεοδόχος «τώρα, Κύριε, μπορεῖς (εἴθε) νὰ μὲ καλέσῃς κοντά Σου», καὶ ὄχι «τώρα μὲ καλεῖς κοντά Σου») τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά Σου ἐν εἰρήνη, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ Σου Ἰσραήλ».

2ον: Ὅσοι ὑπηρετοῦν τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀναλόγιο, καλὸ εἶναι νὰ προσέχουν καὶ νὰ κατανοοῦν τὸ νόημα τῶν λεγομένων. Κάποτε ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀμέλεια φτάνουν νὰ δίνουν, δυστυχῶς, καὶ τὸ ἑξῆς ἀποτέλεσμα: Ὁ ἱερέας : Νῦν ἀπολύοις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα… -Ἀμήν, ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸ ἀναλόγιο!!!!!!!!